ItalianoGreco


propagginazióne  
sostantivo femminile

Pronuncia I.P.A.: [propadʤinatˈtsjone]

1 θάψιμο ζωντανού με το κεφάλι κάτω (σπάνιο)
2 κλαδί ή παραφυάδα με ρίζες
3 κλαδί που φυτεύεται χωρίς να κοπεί
4 φυτό από καταβολάδα
5 καταμόσχευση
6 τέχνη αναπαραγωγής με καταβολάδες
7 φυτό από κλαδί που φυτεύτηκε χωρίς να κοπεί
8 καταβολάδα

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---