Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopropagginaménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [propadʤinaˈmento] 1 δημιουργία φυτών από καταβολάδες 2 κλαδί που φυτεύεται χωρίς να κοπεί 3 φυτό από κλαδί που φυτεύτηκε χωρίς να κοπεί 4 φυτό από καταβολάδα 5 καταμόσχευση 6 καταβολάδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |