Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopropensióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [propenˈsjone] 1 προδιάθεση 2 προτίμηση 3 διάθεση 4 επιρρέπεια 5 προαίρεση 6 τάση 7 συγκατάβαση 8 ροπή 9 επιθυμία 10 μεράκι 11 ισχυρή κλίση 12 κλίση 13 φυσική προδιάθεση 14 έφεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |