Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopropènso
aggettivo e sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [proˈpɛnso] 1 καλός 2 ευνοὶκός 3 διατεθειμένος 4 επαινετικός 5 ευμενής 6 προδιατεθειμένος 7 ρέπων 8 επιδοκιμαστικός 9 επιρρεπής 10 ευεπίφορος 11 ούριος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |