Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoimbottitùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [imbottiˈtura] 1 στούμπωμα 2 γέμιση 3 ινώδες υλικό για παραγέμισμα 4 παραγέμισμα 5 καπιτονάρισμα 6 γέμισμα 7 γόμος 8 υλικό γεμίσματος 9 στούπωμα 10 στουπί 11 βάτα 12 γιόμιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |