Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoimbracatùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [imbrakaˈtura] 1 σκοινιά στα οπίσθια ζώου 2 αλυσίδα ανυψωτικού σε πλοίο 3 δίχτυ φορτίου γερανού 4 ιπποσκευή 5 λουρί 6 σαγή 7 αορτήρας όπλου 8 ζωστήρας ξίφους 9 κάβος στήριξης κεραίας πανιού 10 σύστημα ανάρτησης φορτίου 11 χάμουρα 12 σκοινί ασφαλείας για κάποιον που κρέμεται σε σκαλωσιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |