Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoimbracàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [imbraˈkare] 1 δένω με σκοινί άλογο σε κάρο 2 συγκολλώ εξωτερικό κάλυμμα βιβλίου (για προστασία) 3 ασφαλίζω με σκοινί (κάποιον δεμένο σε σκαλωσιά) 4 αναρτώ 5 τοποθετώ σε δίχτυ γερανού 6 δένω φορτίο με σαμπάνι για φόρτωση σε πλοίο 7 κρεμώ 8 βάζω βρακιά σε μωρό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |