ItalianoGreco


imbràca  
sostantivo femminile

Pronuncia I.P.A.: [imˈbraka]

1 σκοινί ασφαλείας για κάποιον που κρέμεται σε σκαλωσιά
2 κάβος στήριξης κεραίας πανιού
3 αλυσίδα ανυψωτικού σε πλοίο
4 σύστημα ανάρτησης φορτίου
5 δίχτυ φορτίου γερανού
6 αορτήρας όπλου
7 πάνα βρέφους
8 σκοινιά στα οπίσθια ζώου
9 λουρί
10 ζωστήρας ξίφους

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---