Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoimbottìre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [imbotˈtire] 1 εμφράσσω 2 στουμπώνω 3 γεμόζω 4 γιομόζω 5 γιομίζω 6 γεμίζω 7 βάζω τη γέμιση 8 παραγιομίζω 9 παραγεμίζω 10 στοιβάζω 11 φοδράρω με βάτα 12 γομώνω 13 καργάρω 14 γεμίζω πάπλωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |