Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoriformàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [riforˈmare] 1 ανασυνθέτω 2 μεταρρυθμίζω 3 μεταπλάθω 4 δηλώνω κάποιον ακατάλληλο για στράτευση 5 μεταπλάσσω 6 ανασυντάσσω 7 μετατρέπω 8 μεταποιώ 9 ανασχηματίζω 10 ανασυγκροτώ 11 αναμορφώνω 12 αναδομώ 13 μεταβάλλω 14 βελτιώνω 15 εξυγιαίνω 16 μετασχηματίζω riformarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [riforˈmarsi] 1 βελτιώνομαι 2 μετασχηματίζομαι 3 ανασχηματίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |