Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoriformàto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [riforˈmato] ακατάλληλος άντρας για στράτευση riformàto aggettivo Pronuncia I.P.A.: [riforˈmato] 1 ανασχηματισμένος 2 μεταμορφωμένος 3 αλλαγμένος στο καλλίτερο 4 ανίκανος για στράτευση 5 βελτιωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |