Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoriformatóre
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [riformaˈtore] 1 μεταρρυθμιστής 2 ρεφορμιστής 3 αναμορφωτής riformatóre aggettivo Pronuncia I.P.A.: [riformaˈtore] 1 αναμορφωτικός 2 ρεφορμιστικός 3 μεταρρυθμιστικός 4 ανακαινιστικός 5 τροποποιητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |