Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorifóndere
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [riˈfondere] 1 ξαναγράφω 2 χυτεύω ξανά 3 ξαναχύνω (μέταλλο σε καλούπι) 4 λιώνω ξανά 5 καλουπώνω ξανά 6 χρηματοδοτώ ξανά χρέος 7 εξοφλώ 8 συνάπτω δάνειο εκ νέου 9 δίνω λεφτά πίσω 10 αποζημιώνω 11 επιστρέφω χρήματα 12 ανταμείβω 13 αποδίδω 14 αποδίδω χρήματα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |