Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoriflùsso
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [riˈflusso] 1 άμπωτη 2 οπισθοδρόμηση των κυμάτων αφού πέσουν στην ακτή 3 αναρρούσα 4 συρροή 5 ανάρρους 6 τμήμα ποταμού κοντά στις πηγές permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |