Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoraggiàre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [radˈʤare] 1 λαμπυρίζω 2 σελαγίζω 3 λαμποκοπώ 4 λαμπρύνω 5 σπιθίζω 6 φεγγοβολώ 7 φέγγω 8 σπινθηροβολώ 9 στίλβω 10 καταυγάζω 11 απαστράπτω 12 αστραποβολώ 13 λάμπω 14 αντιφεγγίζω 15 αστράπτω 16 γυαλίζω 17 δίνω αίγλη 18 αστράφτω 19 αυγάζω raggiàre verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [radˈʤare] 1 εκπέμπω με ακτινοβολία 2 εκπέμπω 3 ακτινοβολώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |