Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoraggiratóre
aggettivo e sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [radʤiraˈtore] 1 μάγος 2 ξεγελαστής 3 ματσαράγκας 4 λοβιτουρατζής 5 μασκαράς 6 φενακιστής 7 ψεύτης 8 τσαρλατάνος 9 οικονομισάριος 10 παπατζής 11 κάλπης 12 γελαστής 13 θεομπαίχτης 14 αεριτζής 15 απατεώνας 16 αγύρτης 17 κομπογιαννίτης 18 κομπωτής 19 κομπιναδόρος 20 καλπουζάνης 21 κολπατζής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |