Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoraggiungiménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [radʤunʤiˈmento] 1 κατόρθωμα 2 προσπέρασμα 3 ζύγωμα 4 επιτυχία 5 επίτευξη 6 επίτευγμα 7 προσέγγιση 8 επέλευση 9 πλησίασμα 10 έγκαιρο φτάσιμο 11 φτάσιμο 12 σίμωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |