Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoraggiustàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [radʤusˈtare] 1 διακανονίζω 2 διευθετώ 3 τακτοποιώ 4 διαρρυθμίζω 5 φτιάχνω 6 βολεύω 7 συγυρίζω 8 νοικοκυρεύω 9 διορθώνω 10 επιδιορθώνω 11 επισκευάζω 12 ανακαινίζω 13 κανονίζω 14 ρυθμίζω 15 μερεμετίζω 16 προσαρμόζω raggiustarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [radʤusˈtarsi] 1 συμφιλιώνομαι 2 συμφωνώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |