Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianopronunziàto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [pronunˈtsjato] 1 καταδικαστική τιμωρία 2 κύρωση για παράβαση νόμου 3 καταδικαστική απόφαση 4 καταδίκη pronunziàto aggettivo Pronuncia I.P.A.: [pronunˈtsjato] 1 αποφασισμένος 2 που έχει έντονη ή εμφανώς διαφορετική προφορά 3 εξέχων 4 προεξέχων 5 προφερόμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |