Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomarezzàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [maredˈdzato] 1 μουαρέ 2 με σχήματα σαν νευρώσεις 3 κατσαρωμένος 4 κυματοειδής 5 που έχει νερά (σαν το ξύλο ή το μάρμαρο) 6 κυματιστός 7 με σχέδια σαν φλέβες 8 με νερά (μάρμαρο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |