Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomarginatùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [marʤinaˈtura] 1 παρυφή 2 περιθώριο εντύπου 3 ρέλι 4 επίπλωση 5 μπορντούρα 6 σημείωση σε περιθώριο 7 σχηματισμός περιθωρίου 8 περιθωριοποίηση 9 μπορντούρα 10 ρέλιασμα 11 ρέλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |