Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomarginàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [marʤiˈnare] 1 αφήνω περιθώριο 2 ρελιάζω 3 στριφώνω 4 τοποθετώ σε περιθώριο 5 περιθωριοποιώ 6 σημειώνω σε περιθώριο 7 σχηματίζω περιθώριο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |