Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomarezzàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [maredˈdzare] 1 σχηματίζω κυματισμό 2 κινώ κυματιστά 3 κατσαρώνω 4 έχω κυματοειδή επιφάνεια 5 δίνω εμφάνιση νερών μάρμαρου 6 σχηματίζω φλέβες ή σαν φλέβες 7 κάνω νερά σε σχηματισμούς (σαν του ξύλου ή του μάρμαρου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |