Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinframméttere
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [inframˈmettere] 1 παρεμβάλλω 2 ενθέτω 3 παρενθέτω 4 παρενείρω 5 θέτω ανάμεσα inframmettersi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [inframˈmettersi] 1 συγκρούομαι 2 παρεμβαίνω 3 ανακατεύομαι σε αλλότρια 4 επεμβαίνω 5 επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις 6 ανακατεύομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |