Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinfradiciatùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [infradiʧaˈtura] 1 διάβρεξη 2 μούλιασμα 3 σάπισμα 4 αποσύνθεση 5 σαπίλα 6 βρέξιμο 7 χάλασμα 8 διαβροχή 9 μουσκίδι 10 εμποτισμός 11 διαπότιση 12 μούσκεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |