Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinfrascàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [infrasˈkare] 1 τυλίγω σε μια κόλλα χαρτί κάποιον 2 θολώνω 3 σκοτίζω 4 καλύπτω με κλαδιά 5 συσκοτίζω 6 μπερδεύω 7 κρύβω 8 θολώνω τα νερά 9 συγκαλύπτω 10 υποστυλώνω με κλαδιά infrascarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [infrasˈkarsi] κρύβομαι στα κλαδιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |