ItalianoGreco


abbondévole  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [abbonˈdevole]

1 πλούσιος
2 πληθωρικός
3 υπεράφθονος
4 αθρόος
5 άφθονος
6 εύπορος
7 μπόλικος
8 περίσσιος
9 πλουσιοπάροχος
10 γενναιόδωρος
11 δαψιλής
12 αφειδής
13 υπεραρκετός

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---