Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoabbordàre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [abborˈdare] 1 ανοίγω (θέμα για) συζήτηση 2 πλευρίζω 3 πλέω δίπλα σε εχθρικό πλοίο για να κάνω ρεσάλτο 4 πλησιάζω 5 διπλαρώνω 6 επιβιβάζομαι 7 παραπλέω 8 πιάνω κουβέντα με κάποιον abbordàre verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [abborˈdare] (una donna) την πέφτω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |