Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoabbórdo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [abˈbordo] 1 πέσιμο δίπλα 2 μανούβρα πλησιάσματος για επιβίβαση σε εχθρικό πλοίο 3 εισβολή σε εχθρικό πλοίο 4 μπαρκάρισμα 5 επιβίβαση 6 διπλάρωμα 7 γιουρούσι σε εχθρικό πλοίο 8 προσόρμιση 9 πιάσιμο κουβέντας 10 πλησίασμα 11 ρεσάλτο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |