Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoabborracciàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [abborratˈʧare] 1 επισκευάζω ανάρμοστα 2 επισκευάζω πρόχειρα 3 μερεμετίζω πρόχειρα 4 κακογράφω 5 επισκευάζω τσαπατσούλικα 6 μπαλώνω 7 μπερδεύομαι απελπιστικά 8 κάνω άτεχνα 9 παραγεμίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |