Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διαβεβαιών [agg.] διαβολάνθρωπος {διαβολανθ...
διαβεβαιώνω {διαβεβαίω... διάβολε! [int.]
διαβεβαίωση {-ης κ. -ώ... διαβολέας {διαβολέως...
διαβεβαιωτικός [agg.] διαβολεμένος [agg.]
διαβεβλημένος [agg.] διαβολή [s. femm.]
διάβημα {διαβήμ-ατ... διαβολιά [s. femm.]
διαβήτης {διαβητών} διαβολιάρικος [agg.]
διαβητικός [agg.] διαβολικός [agg.]
διαβιβάζομαι [v. pass.] διαβόλισσα {διαβολισσ...
διαβιβάζω {διαβίβασ-... διαβολογυναίκα {διαβολογυ...
διαβίβαση {-ης κ. -ά... διαβολοθήλυκο [s. nt.]
διαβιβάσιμος [agg.] διαβολόκαιρος [s. masch.]
διαβιβασιμότητα [s. femm.] διαβολοκόριτσο [s. nt.]
διαβιβασμένος [agg.] διαβολόπαιδο [s. nt.]
διαβιβαστής {διαβιβαστ... διάβολος {δια-βόλ-ο...
διαβιβαστικός [agg.] διαβολοστέλνω Ρ αόρ. δια...
διαβιβρώσκω (διέβρ-ωσα... διαβουλεύομαι {διαβουλεύ...
διαβιώνω (διαβίωσα) διαβουλεύσεις [sost femm. pl.]
διαβίωση {-ης κ. -ώ... διαβούλευση {-ης κ. -ε...
διαβλέπω {διέβλεψα ... διαβούλια {διαβουλί-...
διαβλητικός [agg.] διαβούλιο {διαβουλί-...
διαβλητός [agg.] διαβρεγματικός [agg.]
διαβόητος [agg.] διάβρεξη [s. femm.]
διαβολάκι {χωρ. γεν.... διαβρέχομαι Ρ αόρ. διέ...
διαβολάκος [s. masch.] διάβρεχος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: