Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoδιαβολικός
aggettivo diabolico διαβολική σύμπτωση → coincidenza diabolica | διαβολικό χαμόγελο → sorriso diabolico | διαβολικό σχέδιο → piano diabolico διαολικός aggettivo variante di διαβολικός permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |