Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoδιαβιβάζομαι
verbo passivo comunicarsi διαβιβάζω verbo transitivo 1 trasmettere; porgere σας διαβιβάζω τα χαιρετίσματα της μητέρας μου → Le porgo i saluti di mia madre 2 trasportare διαβίβασαν τα στρατεύματα στη Σικελία → trasportarono le truppe in Sicilia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |