Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
γελοιότητα [s. femm.] γενεαλογία {γενεαλογι...
γελοιωδέστατος [agg.] γενεαλογικός [agg.]
γελοιωδέστερος [agg.] γενέθλια {γενεθλίων...
γελώ {γελάς... ... γενέθλιος [agg.]
γελώ {γελάς... ... γενειάδα [s. femm.]
γέλωτας [s. masch.] γενειοφόρος [agg.]
γελωτοποιός [s. masch.] γενειοφόρος [s. masch.]
γεμάτος [agg.] γένεση {-ης κ. -έ...
γεμίζω {γέμισ-α, ... Γένεση {-ης κ. -έ...
γεμίζω {γέμισ-α, ... γενεσιουργία [s. femm.]
γέμιση {-ης κ. -ί... γενεσιουργός [agg.]
γέμισις [s. femm.] γενέτειρα {γενετειρώ...
γέμισμα {γεμίσμ-ατ... γενετή [s. femm.]
γεμισμένος [agg.] γενετήσιος [agg.]
γεμιστήρας [s. masch.] γενετική [s. femm.]
γεμιστός [agg.] γενετικός [agg.]
γεμόζω (-) γενετιστής [s. masch.]
γεμοφέγγαρο [s. nt.] Γενεύη [nome pr. femm.]
γέμω {μόνο σε ε... γένι {γεν-ιού |...
γεν [s. nt.] γένια [s. nt. pl.]
γενάκι [s. nt.] γενιά [s. femm.]
Γενάρης [s. masch.] γενικά [avv.]
γενάρχης {γεναρχών} γενικευμένος [agg.]
γενάτος [agg.] γενικεύομαι (-)
γενεά [s. femm.] γενίκευση, γενικεύση {-ης κ. -ε...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: