Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
Γενάρης
sostantivo maschile
gennaio [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γενεαλογικός [-ή, -ό] |
γενέθλια [-ων, τα] |
γενέθλιος [-ια, -ιο] |
γενειάδα [-ας, η] |
γενειοφόρος [-ος, -ο] |
γενειοφόρος [-ου, ο] |
γένεση [-ης, η] |
Γένεση [-ης, η] |
γενεσιουργία [-ας, η] |
γενεσιουργός [-ός/-ή, -... |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|