Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γενετήσιος
aggettivo
1 generativo
2 riproduttivo; sessuale γενετήσια ορμή → impulso, istinto sessuale
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Γένεση [-ης, η] |
γενεσιουργία [-ας, η] |
γενεσιουργός [-ός/-ή, -... |
γενέτειρα [-ας, η] |
γενετή [-ής, η] |
γενετήσιος [-ια, -ιο] |
γενετική [-ής, η] |
γενετικός [-ή, -ό] |
γενετιστής [-ή, ο] |
Γενεύη [-ης, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|