Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
γενεσιουργός
aggettivo
generatore [m]; generatore [m]; creatore [m] γενεσιουργό αίτιο → causa generativa
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γενειοφόρος [-ος, -ο] |
γενειοφόρος [-ου, ο] |
γένεση [-ης, η] |
Γένεση [-ης, η] |
γενεσιουργία [-ας, η] |
γενεσιουργός [-ός/-ή, -... |
γενέτειρα [-ας, η] |
γενετή [-ής, η] |
γενετήσιος [-ια, -ιο] |
γενετική [-ής, η] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|