Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
βερβένα [s. femm.] βερύκοκο [s. nt.]
Βερβερίνος [s. masch.] βέσπα {δύσχρ. βε...
βέργα {βεργών} βεσπασιανή [s. femm.]
βεργούλα [s. femm.] βεστιάριο {βεστιαρί-...
βερέμης {βερέμηδες... βετεράνος [s. masch.]
βερεσέ [avv.] βέτο [s. nt.]
βερεσέδια [s. nt. pl.] βήμα {βήμ-ατος ...
βερεσές {βερεσέδες... βηματίζω {βημάτισα}
βερικοκιά [s. femm.] βηματισμός [s. masch.]
βερίκοκο [s. nt.] βηματοδότης {βηματοδοτ...
βερμούδες {Βερμούδων... βηματόμετρο [s. nt.]
βερμούτ [s. nt.] βήξιμο {βηξίμ-ατο...
βερμπαλισμός [s. masch.] βήτα [s. nt.]
βερμπαλιστής [s. masch.] βήχας {χωρ. πληθ...
βερνιέρος [s. masch.] βήχω {έβηξα} (έ...
βερνίκι {βερνικ-ιο... βία {χωρ. πληθ...
βερνίκωμα [s. nt.] βιάζομαι [v. pass.]
βερνικωμένος [agg.] βιάζω {βίασ-α, -...
βερνικώνω {βερνίκω-σ... βίαια [avv.]
βερνικωτής [s. masch.] βιαιοπραγία {βιαιοπραγ...
Βερολινέζα [s. femm.] βιαιοπραγώ (βιαιοπράγ...
Βερολινέζος [s. masch.] βίαιος [agg.]
Βερολίνο [nome pr. nt.] βιαιότατος [agg.]
Βερονάλ [s. nt.] βιαιότερος [agg.]
βέρος [agg.] βιαιότητα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: