Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoβήμα
sostantivo neutro 1 passo [m] προχωρώ δύο βήματα → fare due passi in avanti, avanzare di due passi | ακούγονται βήματα στο διάδρομο → si sentono dei passi in corridoio | ο μικρός κάνει τα πρώτα του βήματα → il bambino muove i primi passi | προχωρώ με γρήγορο βήμα → procedere di buon passo | ο φούρνος είναι δυο βήματα από δω → il forno è a due passi da qui 2 (βάθρο) piedestallo [m], podio [m], tribuna [f] το βήμα της Βουλής → il podio del parlamento 3 passo [m]; breve spazio [m] ένα βήμα πριν από την καταστροφή → un passo dalla rovina+++πηγαίνω βήμα βήμα → andare (a) passo (a) passo | βήμα προς βήμα → passo per passo | ακολουθεί τα βήματα της μητέρας της → ricalca le orme della madre | το Άγιο Βήμα → ecclesiastico presbiterio (di una chiesa ortodossa) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |