Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βερμπαλισμός
sostantivo maschile
verbalismo [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βερεσές [-η, ο] |
βερικοκιά [-άς, η] |
βερίκοκο [-ου, το] |
βερμούδες [-ων, ο|η] |
βερμούτ [-, το] |
βερμπαλισμός [-ού, ο] |
βερμπαλιστής [-ή, ο] |
βερνιέρος [-ου, ο] |
βερνίκι [-ιου, το] |
βερνίκωμα [-ατος, το... |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|