Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-greco
βερνίκωμα
sostantivo neutro
verniciatura [f]; lustratura [f]; lustro [m]
permalink
continua sotto
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Βερολινέζος [-ου, ο] |
Βερολίνο [-ου, το] |
Βερονάλ [-, το] |
βέρος [-α, -ο] |
βερύκοκο [-ου, το] |
βέσπα [-ας, η] |
βεσπασιανή [-ής, η] |
βεστιάριο [-ου, το] |
βετεράνος [-ου, ο] |
βέτο [-, το] |
---CACHE---
|
I nostri siti:
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
|
Ën piemontèis
|