Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
βαττολογία [s. femm.] βάφτισμα [s. nt.]
βαττολόγος [agg.] βαφτισμένος [agg.]
βαττολογώ {βαττολογε... βαφτιστήρα [s. femm.]
βατώτατος [agg.] βαφτιστήρι {βαφτιστηρ...
βατώτερος [agg.] βαφτιστικός [agg.]
Βαυαρή [s. femm.] βάφω {έβαψα, βά...
βαυαρικός [agg.] βάψη [s. femm.]
βαυαρός [s. masch.] βάψιμο [s. nt.]
βαυκαλίζομαι [v. pass.] βάψις [s. femm.]
βαυκαλίζω {βαυκάλισ-... βγάζω {έβγαλα, β...
βαυκαλισμένος [agg.] βγαίνω {βγήκα (να...
βαυκαλώ [-άς, -ά] βγαλμένος [agg.]
βαφέας {βαφ-είς, ... βγάλσιμο {βγαλσίμ-α...
βαφείο [s. nt.] βγάνω (έβγαλα, β...
βαφή [s. femm.] βδέλλα {βδελλών}
βαφιάς {βαφιάδες} βδελλιάζω [v. trans.]
βαφική [s. femm.] βδέλυγμα [s. nt.]
βαφικός [agg.] βδελυγμία {χωρ. πληθ...
βάφομαι [v. pass.] βδελυρός [agg.]
βαφτίζομαι [v. pass.] βδελυρότατος [agg.]
βαφτίζω (βάφτ-ισα,... βδελυρότερος [agg.]
βάφτιση [-εις] βδελυρώτατος [agg.]
βαφτίσια {χωρ. γεν.... βδελυρώτερος [agg.]
βαφτισιμιά [s. femm.] βδελύσσομαι (εβδελύχθη...
βαφτισιμιός [s. masch.] βδομάδα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: