Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoriméssa
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [riˈmessa] 1 αντικατάσταση 2 σταθμός αυτοκινήτων 3 απόθεμα 4 έμβασμα 5 εφεδρεία 6 διαθέσιμο απόθεμα 7 βλαστός 8 υπόστεγο αεροσκαφών 9 βλάστημα 10 παραγγελία 11 απώλεια (εμπορεύματος) 12 παρακαταθήκη 13 γκαράζ 14 αποστολή εμπορευμάτων 15 αναπλήρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |