Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorimescolàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [rimeskoˈlare] 1 ανακατεύω 2 ανασκαλεύω 3 ανακατώνω 4 αναμειγνύω 5 αποκαλύπτω 6 μειγνύω 7 αναδιφώ 8 αναστατώνω 9 ανασαλεύω 10 αναδεύω 11 αναμιγνύω 12 αναταράζω 13 ανακινώ rimescolarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [rimeskoˈlarsi] 1 μπλέκομαι 2 ταράζομαι 3 αναστατώνομαι 4 μπερδεύομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |