Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorimésso
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [riˈmesso] 1 ψηφιδωτό 2 ψηφίδα 3 στρίφωμα 4 άκρη 5 ρετούς rimésso aggettivo Pronuncia I.P.A.: [riˈmesso] 1 που έχει καλό ηθικό 2 ξανά φορμαρισμένος 3 απαλλαγμένος 4 συγχωρεμένος 5 γερός στα πόδια του πάλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |