Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorimaneggiàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [rimanedˈʤare] 1 επαναδιατάσσω 2 ανασυντάσσω 3 επανεξετάζω 4 ανασχηματίζω 5 αναμορφώνω 6 μετακινώ από τη μια σειρά στην άλλη ή από τη μια σελίδα στην άλλη (τυπογραφία) 7 προσαρμόζω 8 διασκευάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |