Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorimàndo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [riˈmando] 1 ματαίωση 2 αναστολή 3 αναβολή 4 μετάθεση 5 παραπομπή 6 επιστροφή 7 μετάθεση για το μέλλον 8 ενδιάμεσο σύστημα μηχανικού ελέγχου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |