Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprotuberànza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [protubeˈrantsa] 1 ρόζος 2 τούρλωμα 3 πρήξιμο από χτύπημα 4 έπαρμα 5 προβολή 6 εξύψωση 7 προεξοχή 8 προεκβολή 9 καρούμπαλο 10 εξόγκωμα 11 έξαρμα 12 καμπούρα 13 οίδημα 14 ύψωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |