Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoprovàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [proˈvato] 1 δοκιμασμένος 2 δόκιμος 3 αξιόπιστος 4 τσακισμένος 5 συνεπής 6 πιστός 7 αφοσιωμένος 8 ξηγημένος 9 κουρασμένος 10 φαγωμένος 11 τριμμένος 12 χτυπημένος 13 υπεύθυνος 14 βασανισμένος 15 θετικός 16 φθαρμένος 17 αξιόχρεος 18 εξαντλημένος 19 έμπιστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |