Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoproveniènza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [proveˈnjɛntsa] 1 τόπος εκκίνησης 2 καταγωγή 3 απόρρευση 4 αφετηρία 5 απορροή 6 τόπος καταγωγής 7 εκπήγαση 8 προέλευση 9 εκπόρευση 10 πούθε κρατάει η σκούφια του 11 αρχή 12 πηγή 13 σημείο αφετηρίας 14 σημείο εκκίνησης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |